μεθίδρυσις

μεθίδρυσις
μεθίδρυσις, ἡ (Α) [μεθιδρύω]
1. μετάθεση, μετακίνηση, μετοίκηση, μετεγκατάσταση («αἱ Μυκῆναι μείζονα ἐπίδοσιν λαβοῡσαι διὰ τὴν τῶν Πελοπιδῶν εἰς αὐτὰς μεθίδρυσιν», Στράβ.)
2. μετατροπή, μεταρρύθμιση («μηδεμιᾱς μεθιδρύσεως μηδὲ μετακοσμήσεως δεόμενον μέρος τοῡ κόσμου», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεθίδρυσιν — μεθίδρυσις migration fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθιδρύσεως — μεθιδρύσεω̆ς , μεθίδρυσις migration fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”